- κελλιώτης
- και κελιώτης ο (Μ κελλιώτης, και κελιώτης)(νεοελλ.-μσν.)μοναχός που ζει σε κελλί μονήςμσν.1. ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής2. ο μοναχός που άφησε το κοινόβιο και κατέφυγε σε λαύρα, για να ζήσει απολύτως μοναχική ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κελ(λ)ί (ον) + κατάλ. -ώτης (πρβλ. νησι-ώτης, πατρι-ώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.